-
1 αγορά
[агора] ουσ. Θ. рынок, базар.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αγορά
-
2 рынок
-нка α.1. αγορά, παζάρι• λαίκή αγορά•сходить на рынок πηγαίνω στην αγορά.
2. σφαίρα οικονομική•внешний рынок η αγορά του εξωτερικού•
внутренний рынок η εσωτερική αγορά•
мировой рынок η παγκόσμια αγορά•
борьба капиталистов за -и αγώνας των καπιταλιστών για αγορές.
-
3 базар
базар м η αγορά, το παζάρι книжный \базар η βιβλιεμπορική αγορά* * *мη αγορά, το παζάριкни́жный база́р — η βιβλιεμπορική αγορά
-
4 рынок
рынок м η αγορά, το παζάρι; \рынок сбыта η αγορά κατανάλωσης* * *мη αγορά, το παζάριры́нок сбы́та — η αγορά κατανάλωσης
-
5 рынок
рын||окм1. ἡ ἀγορά, τό παζάρι:зеленной \рынок ἡ λαχαναγορἄ2. эк· ἡ ἀγορά:мировой \рынок ἡ παγκόσμια ἀγορά· \рынок сбыта ἀγορά κατανάλωσης. -
6 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
7 скупка
скупкаж (действие) ἡ ἀγορά, ἡ προ-αγορά \скупка товаров ἡ ἀγορά ἐμπορευμάτων. -
8 скупка
-и θ.αγορά•скупка леса αγορά ξυλείας•
скупка краденного преследуется законом η αγορά κλοπιμαίων διώκεται από το νόμο.
-
9 посредник
ο μεσίτ/ης, ο μεσολαβητής, ο μεσάζωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > посредник
-
10 рынок
1. (место розничной торговли) η αγορά 2. эк. η αγοράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > рынок
-
11 сбыт
эк. η πώλησ/η, η διάθεση των προϊόντωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сбыт
-
12 бойкий
бойкий 1) (смелый) τολμη ρός 2) (оживлённый) ζωηρός· \бойкийая торговля η καλή αγορά* * *1) ( смелый) τολμηρός2) ( оживлённый) ζωηρόςбо́йкая торго́вля — η καλή αγορά
-
13 выпустить
выпустить 1) (дать выйти) αφήνω, απολύω 2) (продукцию) παράγω \выпустить в продажу βγάζω στην αγορά 3) (издать ) εκδίδω δημοσιεύω* * *1) ( дать выйти) αφήνω, απολύω2) ( продукцию) παράγωвы́пустить в прода́жу — βγάζω στην αγορά
3) ( издать) εκδίδω; δημοσιεύω -
14 закупка
-
15 покупка
покупка ж 1) η αγορά* το ψώνισμα 2) (купленная вещь) το ψώνιο, το ψώνι· делать \покупкаи ψωνίζω, κάνω ψώνια* * *ж1) η αγορά; το ψώνισμα2) ( купленная вещь) το ψώνιο, το ψώνιде́лать поку́пки — ψωνίζω, κάνω ψώνια
-
16 сбыт
сбыт м η κατανάλωση; рынок \сбыта η αγορά κατανάλωσης* * *мη κατανάλωσηры́нок сбыта — η αγορά κατανάλωσης
-
17 ярмарка
ярмарка ж η αγορά· международная \ярмарка η διεθνής εμποροπανήγυρη* * *жη αγοράмеждунаро́дная я́рмарка — η διεθνής εμποροπανήγυρη
-
18 закупка
-и θ.αγορά, ψώνισμα•закупка нужных вещей αγορά χρειωδών.
-
19 арбитраж
1. (суд) η διαιτησία, το αρμπιτράζ (ξεν.) 2. фин. η πρόκριση της συναλλαγήςη αγορά και άμεση πώληση (συναλλάγματος, χρεωγράφων) για άμεσο κέρδος (από τη διαφορά τιμής μεταξύ των δύο αγορών)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > арбитраж
-
20 деньги
τα χρήματ/α, τα λεφτάдержать - в банке κρατώ/έχω - στην τράπεζα-металлические - τα κέρματα, το μεταλλικό νόμισμαфальшивые - κίβδηλα -, κάλπικα - (ξεν).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > деньги
См. также в других словарях:
ἀγορά — ἀγορά̱ , ἀγορά assembly fem nom/voc/acc dual ἀγορά̱ , ἀγορά assembly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγορά — Ἀγορά̱ , Ἀγορή fem nom/voc/acc dual Ἀγορά̱ , Ἀγορή fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγορᾷ — ἀγορά assembly fem dat sg (attic doric aeolic) ἀγοράομαι meet in assembly pres subj mid 2nd sg ἀγοράομαι meet in assembly pres ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) ἀγοράζω frequent the fut ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) ἀγοράζω frequent the fut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγορά — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… … Dictionary of Greek
αγόρα — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… … Dictionary of Greek
αγορά — η 1. η προμήθεια με χρήματα πραγμάτων, το ψώνισμα: Σήμερα έχω να κάνω ορισμένες αγορές. 2. ο ορισμένος για αγοραπωλησίες τόπος: Πάω στην αγορά για ψώνια. 3. η προσφορά και ζήτηση στα χρηματιστήρια διαφόρων αξιών ή εμπορευμάτων: Η αγορά σήμερα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγορᾶ — ἀγοράζω frequent the fut ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγορᾷ — Ἀγορή fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αλφιτόπολις, αγορά — Ονομασία που είχαν στην αρχαιότητα η αλευραγορά και σιταγορά της Αθήνας και εκείνη του Πειραιά. Η πρώτη βρισκόταν κοντά στη Μακρά Στοά της μεγάλης αγοράς και η δεύτερη στη θέση της σημερινής πλατείας Καραϊσκάκη … Dictionary of Greek
Κοινή Αγορά — Βλ. λ. Ευρωπαϊκή Ένωση … Dictionary of Greek
τἀγορᾷ — ἀγορᾷ , ἀγορά assembly fem dat sg (attic doric aeolic) ἀγορᾷ , ἀγοράομαι meet in assembly pres subj mid 2nd sg ἀγορᾷ , ἀγοράομαι meet in assembly pres ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) ἀγορᾷ , ἀγοράζω frequent the fut ind mid 2nd sg (epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)